θολωμένος

θολωμένος
dim

Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αθόλωτος — (I) η, ο (Α ἀθόλωτος, ον) [θολῶ] μη θολωμένος, καθαρός μσν. 1. αγνός, αμόλυντος 2. απαραβίαστος 3. αυτός που δεν κλονίζεται από ταραχές 4. μτφ. αυτός που δεν ταράζεται, ο ψύχραιμος. (II) η, ο ο δίχως θόλο, ο μη θολωτός, αθολοσκέπαστος, άθολος.… …   Dictionary of Greek

  • ατρύγετος — ἀτρύγετος, ον (Α) 1. άκαρπος, άγονος 2. ακαταπόνητος 3. λαμπρός, καθαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ήδη αρχαία, ο τ. ατρύγετος < α στερ. + τρυγάω, ώ και σημαίνει «άκαρπος, άγονος», ενώ, κατ άλλους, συνδέεται με το τρύω και… …   Dictionary of Greek

  • ενθόλερος — και ένθολος ἐνθόλερος, ον και ἔνθολος, ον (Μ) [θολερός] θολωμένος, θολερός, λασπώδης, βορβορώδης …   Dictionary of Greek

  • επίθολος — ἐπίθολος, ον (Μ) θολός, θολωμένος («ἐπίθολον ὕδωρ», Ιωάνν. Λυδ.) …   Dictionary of Greek

  • θολός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 918 κάτ.) στην πρώην επαρχία Φυλλίδος του νομού Σερρών. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, 26 χλμ. ΝΑ των Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ζίχνης. * * * (I) ο (ΑΜ θολός) το πυκνό μαύρο υγρό που… …   Dictionary of Greek

  • θολώνω — (ΑΜ θολῶ, Μ και θολώνω) [θολός] 1. (για το νερό και άλλα υγρά) (μτβ.) κάνω κάτι θολό, τό κάνω να χάσει τη διαύγεια ή τη διαφάνεια του 2. μτφ. (μτβ.) συνταράσσω, ταράζω, θορυβώ, συγχύζω κάποιον ή κάτι («θολοῑ δὲ καρδίαν», Ευρ.) νεοελλ. μσν. 1.… …   Dictionary of Greek

  • αγγλεσίτης — Ορυκτό, θειικό άλας του μολύβδου. Βρίσκεται στη φύση σε κρυστάλλους ρομβικού σχήματος. Έχει σκληρότητα 3, ειδικό βάρος 6,3 και λάμψη αδαμαντοειδή προς στεατώδη. Είναι άλλοτε άχρωμος και διαυγής, άλλοτε θολωμένος ποικιλόχρωμος ή σκοτεινόχρωμος,… …   Dictionary of Greek

  • θολώνω — θολώνω, θόλωσα, θολωμένος βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αβούρκωτος — η, ο 1. χωρίς βούρκο: Ύστερα από τα έργα που έγιναν, ο τόπος ήταν αβούρκωτος. 2. αυτός που δεν είναι θολωμένος από δάκρυα: Στεκόταν θλιμμένος, αλλά με μάτια αβούρκωτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θολώνω — και θολαίνω θόλωσα, θολωμένος 1. κάνω κάτι θολό: Πάτησε στην πηγή και θόλωσε το νερό. 2. αμτβ., γίνομαι θολός: Θόλωσε η θάλασσα από τον πολύ κόσμο. – Θόλωσε ο ουρανός. 3. φρ., «Θολώνει το μάτι μου», εξοργίζομαι· «Θολώνουν τα μάτια μου»,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”